- μυλωνικός
- μυλωνικός, -ή, -όν (Α)[μυλών](Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυλώνα2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυλωνικόςο μυλωνάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυλωνικός — miller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)